Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας τῆς Φανερωμένης Τατάρνης, ἡ ἐν τῷ Λευκοποτάμῳ

ἩἹερὰ Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Τατάρνης (ἢ Τετάρνης) εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἱστορικὰ μοναστήρια τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας, στὴν περιοχὴ τῆς Εὐρυτανίας. Κοντά της βρισκόταν, μέχρι τὴν κατασκευὴ τῆς τεχνητῆς λίμνης τῶν Κρεμαστῶν, πάνω στὸν ποταμὸ Ἀχελῶο, καὶ ἡ παλαιὰ ὁμώνυμη ἱστορικὴ γέφυρα τῆς Τατάρνας, ὀνομασία ποὺ πιθανότατα σημαίνει, σὲ διάφορες ἐκδοχές, τόπο συγκέντρωσης ἀνθρώπων ἢ ζώων ἢ περιοχὴ μὲ πλούσια βλάστηση.

Ἡ Μονή, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἱδρύθηκε τὸ 1111, ἐνῷ, κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα, ἐνισχύθηκε σημαντικὰ μὲ τὶς χορηγίες τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς Ἄρτας. Ὡστόσο, ἀργότερα, πιθανότατα τὸν 14ο αἰῶνα, ἐρήμωσε. Στὸ Μοναστήρι σώζεται ψηφιδωτὴ εἰκόνα τῆς Ἄκρας Ταπείνωσης τοῦ 12ου ἢ 13ου αἰῶνα, ἔργο μοναδικὸ κατὰ τοὺς εἰδικούς, γιὰ τὴν ὁποία ὑπάρχει σχετικὴ παράδοση: Στὰ βουνὰ τοῦ Βάλτου, πέρα ἀπὸ τὸν Ἀχελῶο, κάποιος βοσκὸς φύλαγε τὰ πρόβατά του. Ξαφνικὰ κάποιο βράδυ βλέπει ἔκπλη κτος ἕνα ζωηρὸ φῶς νὰ λάμπει στὸ σκοτάδι, ἀκριβῶς ἀπέναντι, κατὰ τὴν πλευρὰ τῆς Εὐρυτανίας. Τοῦ ἔκαμε μεγάλη ἐντύπωση.
Ὁ τόπος ἐκεῖ ὅπου φαίνονταν τὸ φῶς ἤξερε ὅτι ἦταν ἔρημος. Τὸ φῶς ἐκεῖνο ἦταν λαμπρό, δὲν ἦταν φωτιὰ ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀνάψουν βοσκοὶ τὴ νύχτα. Τὸ ἄλλο βράδυ, τὸ φῶς ξαναφάνηκε. Ἔφεγγε ὅλη τὴ νύχτα. Μὲ τὸ χάραμα χανόταν. Ξαναφάνηκε καὶ τὴν τρίτη νύχτα. Κατάλαβε τότε ὁ ἀγαθὸς τσομπάνης, ὅτι ἦταν σημάδι θεϊκό. Εἶχε ἀκούσει ὅτι μὲ φῶς φανερώθηκαν πολλὲς εἰκόνες. Ἦταν κάλεσμα γιὰ κάτι ἱερὸ ποὺ κρυβόταν γιὰ χρόνια καὶ ἔπρεπε νὰ φανερωθεῖ. Πῶς ὅμως νὰ ἐντοπίσει τὸ σημεῖο; Τὴν ἡμέρα ποὺ φαινόταν ὁ τόπος δὲν φαινόταν τὸ φῶς. Τὴ νύχτα ποὺ φαινόταν τὸ φῶς, δὲν διακρινόταν ἡ περιοχή. Καὶ ἦταν ἀρκετὰ μακριά. Ξάφνου, τὴν τρίτη νύχτα ὁ νοῦς του φωτίσθηκε. Ἔμπηξε στὴ γῆ μία διχάλα. Ἀκούμπησε πάνω σ’ αὐτὴν τὸ ραβδί του. Στόχεψε μὲ τὸ ἕνα μάτι πρὸς τὰ ἐκεῖ ποὺ φαινόταν τὸ φῶς. Ὅταν μάτι, ράβδος καὶ φῶς μπήκαν στὴν αὐτὴ εὐθεῖα, σταθεροποίησε τὴ ράβδο. Περίμενε μὲ ἀγωνία νὰ ξημερώσει. Σὰν ἔφεξε καλά, ξανακοιτάζει καὶ πάλι. Τώρα ὁ τόπος ἐντοπίσθηκε εὔκολα. Ξεκινᾶ γεμάτος λαχτάρα καὶ χαρά. Περνᾶ κολυμπῶντας τὸν Ἀχελῶο καὶ ἀνηφορίζει. Φθάνει σ’ ἕναν τόπο γεμάτο βάτα. Κόβει καὶ κόβεται, ματώνει, ξεσχίζεται, ἀλλ’ αὐτὸς συνεχίζει. Ἡ ἐπιμονή του ἀμείβεται. Ἀνάμεσα στὰ βάτα βρίσκει μία μικρή εἰκόνα. Ἀναγαλλιάζει. Ἀπ’ αὐτὴν προερχόταν τὸ φῶς. Εἶναι μὲ μικρὲς ψηφῖδες ἱστορημένη, μικρὲς σὰν κεφάλι καρφίτσας. Παριστάνει τὸν Κύριο ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀποκαθήλωση. Εἶναι ἡ Ἄκρα Ταπείνωση.

Στὰ 1555, στὸν ἔρημο τότε τόπο, ἐμφανίζονται δύο μοναχοὶ ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Δουσίκου τῶν Τρικάλων, οἱ ἱερομόναχοι Δαυῒδ καὶ Μεθόδιος. Ἄγνωστος ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴ Μονή τους καὶ κατέληξαν στὰ Ἄγραφα. Ἐνδεχομένως, τὴν ἐπανίδρυση τῆς Μονῆς νὰ τὴν ἐνθάρρυνε τὸ καθεστὼς αὐτονομίας ποὺ παραχωρήθηκε στὴν περιοχὴ τῶν Ἀγράφων, μετὰ τὴ συνθήκη τοῦ Ταμασίου (10 Μαΐου 1525), ἡ ὁποία ἀποτέλεσε τὴν ἀφορμὴ γιὰ τοπικὴ οἰκονομικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη. Σ’ ἕνα χρόνο τὸ Μοναστήρι σχεδὸν ὁλοκληρώθηκε ἀποκτῶντας ὑποστατικά, μετόχια καὶ ποίμνια, ὅπως καταγράφονται στὸ κείμενο, «Διάταξις τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Μονῆς Τατάρνης Δαυῒδ περὶ τῆς διοικήσεως αὐτῆς, Ἰανουάριος 1556». Ἡ Διάταξις εἶναι γραμμένη σὲ περγαμηνὴ ἡ ὁποία σώζεται μέχρι σήμερα: «Ἐπειδὴ τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς ἐγώ τε δηλαδὴ ὁ ἐλάχιστος ἐν ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῖς καὶ προηγούμενος τῆς σεβασμίας Μονῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁ σὺν ἐμοὶ εὐλαβέστατος ἐν ἱερομονάχοις κὺρ Μεθόδιος καὶ ἄλλοι τῶν ἀδελφῶν, τὸν ἐρημικὸν καὶ ἡσύχιον ποθήσαντες βίον, καὶ ἱερὰν Μονήν, ἐπ’ ὀνόματι τῆς Θεοτόκου συστῆσαι βουλόμενοι, μόλις εὕρομεν τὸν ἐπιτήδειον τόπον εἰς Πλάτανον καλούμενον τόπον τινὰ πλησίον τῶν Πενιανιτῶν τῶν τόπων, ἔγγιστα τοῦ Ἀσπροποτάμου· κακεῖσε τὰ σύνορα, τῆς τοιαύτης Μονῆς πήξαντες, ναὸν ἐκ βάθρου τῆς γῆς, τῇ Θεοτόκῳ ἀνηγείραμεν, ἐπικληθείσῃ Φανερωμένη, καὶ Μοναστήριον ἀπεκατεστήσαμεν καθὼς νῦν ὁρᾶται· σπουδάζοντες καὶ ἔτι ἐπὶ τῇ βελτιώσει καὶ αὐξήσει αὐτοῦ... Δι’ ὃ οὖν καὶ οἱ ἐκ τῶν πλησιόχωρων χωρίων χριστιανοί, πρὸς θεῖον ζῆλον κινηθέντες, πλεῖστα ἀφιερώματα ἐν τῇ τοιαύτῃ ἡμέτερᾳ Μονῇ κατέλιπον».

Τὸν ἴδιο χρόνο, τὸ 1556, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Διονύσιος Β ́ ὁ Γαλατιανὸς (1546- 1556) μὲ σιγίλλιό του ἔβαλε τὴ Μονὴ κάτω ἀπὸ τὴν προστάτρια σκέπη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀναγνωρίζοντάς την ὡς Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακή: «Ἐπειδὴ τοίνυν καὶ ὁ ἐν ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῖς πατράσιν ὁσιώτατος κὺρ Δαυῒδ ὁ προηγούμενος τῆς μεγάλης Μονῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ πόθον ἔχων θεῖον Μοναστήριον συστήσασθαι καὶ ἀδελφοὺς ἐν αὐτῷ συναθροίσαι πρὸς δοξολογίαν καὶ ὕμνον Θεοῦ, οὐκ ἦν δὲ μόνος τοῦτο ἱκανὸς κατορθῶσαι εἰμὴ καὶ βοηθοῦντας αὐτῷ συναντιλάβηται, τὸν ἐν ἱερομονάχοις εὐλαβέστατον κὺρ Μεθόδιον καὶ ἄλλους δύο τῶν ἀδελφῶν συμπαραλαβὼν μεθ’ ἑαυτοῦ, τόπον τινὰ Πλάτανον ἐπονομαζόμενον καταλαβόντες πλησίον τοῦ Λευκοποτάμου ἐν τοῖς ὁρίοις τῶν Πενιανιτῶν καὶ τόποις, ἐκεῖσε τὴν ἱερὰν Μονὴν αὐτῶν καθὼς νῦν ὁρᾶται ἀνέκτισάν τε καὶ ἐβελτίωσαν καὶ ὡς εἰς πᾶν Μοναστήριον ἀπεκατέστησαν ἐπ’ ὀνόματι τῆς Θεοτόκου ἐκ βάθρων γῆς ἀνεγείραντες ταύτην, καὶ πατριαρχικὴν Μονὴν τῇ μητρὶ Θεοῦ τάξαντες, ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ κτήμασι καὶ πράγμασιν οἷς οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖσε πρὸς ψυχικὴν αὐτῶν σωτηρίαν ἀφιεροῦσιν ἡ τοιαύτη Μονὴ κατεπλουτίσθη καὶ εἰς αὔξησιν καὶ ἐπίδοσιν ὡς εἰπεῖν καθ’ ἡμέραν προκόπτει, ἄλλως δέ γε ἀδύνατον αὐτὴν ἐμπλατύνεσθαι οὐκ ἂν εἰμὴ εἰς κοινόβιον ἀποκατασταίῃ, ἄριστα καὶ τοῦτο διευθετήσατο ὁ εἰρημένος ἱερομόναχος καὶ πνευματικὸς ὡς προηγούμενος ποτὲ κοινοβίου τυγχάνων, κοινόβιον αὐτὴν γνώμῃ πάσης τῆς ἐκεῖσε ἀδελφότητος ἀπεκατέστησεν ἔγγραφως αὐτοῖς διαθέμενος τύπον τε ὅρον, ὑφ’ ὧν πᾶσα ψυχὴ μοναχοῦ ῥυθμίζεσθαι πέφυκεν ἐνθέντος καὶ γράμματος ἐδεήθη ἡμετέρου σιγιλλιώδους, ἐπιβεβαιοῦντος αὐτοῖς τήν τε τοῦ κοινοβίου κατάστασιν, καὶ τοῦ εἶναι τὴν τοιαύτην Μονὴν αὐτῶν πατριαρχικήν, ἔστω». Τὸ ἴδιο σιγίλλιο ὁμιλεῖ γιὰ «Παναγία Φανερωμένη» («...ἡ τοιαύτη σεβάσμια καὶ ἱερᾶ Μονὴ τῆς Παναγίας μου τῆς ἐπικεκλημένης Φανερωμένης, εἴη καὶ ὑπάρχῃ ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς καθαρὸν κοινόβιον») παραπέμποντας πιθανότατα σὲ θαυματουργικὴ ἀνεύρεση εἰκονίσματος τῆς Παναγίας στὰ ἐρείπια, ἐνδεχόμενως τῆς ἀρχικῆς Μονῆς τοῦ 12ου αἰῶνα. Τελικά, τὸ Μοναστήρι τιμᾶται στὸ Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου.

Σὲ παλαιὸ κώδικα τῆς Μονῆς ἀναφέρεται ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ Καθολικοῦ της: «Ἐτελειώθη ὁ πάνσεπτος καὶ περίφημος ναός ... τοῦ ὄντος εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Ἀχελῴου ποταμοῦ, τῆς ἐπονομαζομένης Τετάρνης (ξπη ́=1580) τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου κθ ́, ἀρχιερατεύοντος Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων κυρίου Γερμανοῦ, ἡγουμενεύοντος τοῦ ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς Μονῆς κυρίου Γαβριήλου...». Ἐνῷ, μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια ὁλοκληρώθηκε καὶ ἡ ἁγιογράφησή του. Ἀκόμη, τὸ Μοναστήρι ἀπέκτησε πολύτιμα καὶ σπανίας τέχνης κειμήλια, ὅπως ὁ ἀργυροχρυσοκέντητος ἐπιτάφιος, τοῦ 1584, ἔργο τοῦ Ἀρσενίου μοναχοῦ, καθὼς καὶ ἄλλα χρυσοκέντητα (ἀέρας, ἐπιτραχήλια, ἐπιγονάτια, ζῶνες, ἐπιμάνικα) τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰῶνα. Ἐπίσης, ἐγκόλπια, ἀργυροί, σμαλτωμένοι καὶ ξυλόγλυπτοι σταυροί, ἁγιοπότηρα, θυμιατά, εὐαγγέλια, ἀντιμήνσια, ἀσημένια κανδήλια, εἰκόνες, μερικὰ ἐκ τῶν ὁποίων τοῦ 13ου αἰῶνα ἐντοπίζονται στὸ σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς. Στὴ βιβλιοθήκη δὲ ὑπάρχουν χειρόγραφα μεγάλης ἀξίας, ὅπως οἱ λόγοι Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου σὲ περγαμηνὴ τοῦ 11ου αἰῶνα, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἀρχαιότερο κειμήλιο τῆς Μονῆς, θεῖες Λειτουργίες, εὐαγγελιστάρια, σιγίλλια καὶ ἔγγραφα πατριαρχικά, ὀθωμανικὰ φιρμάνια, ἀνέκδοτο ἀρχειακὸ ὑλικὸ καὶ πολλὰ ἄλλα.

Ἡ ἐπανίδρυση καὶ ὁ καλλωπισμὸς τῆς Μονῆς, καθὼς καὶ ἡ Πατριαρχική της περιωπή, στηρίχθηκαν ἀρκετὰ στὴ σημαντικὴ συμβολὴ τοῦ ἀγραφιώτη Φαναριώτη ἄρχοντα Σκαρλάτου, ὁ ὁποῖος, ὡς προμηθευτὴς τῶν σουλτανικῶν στρατευμάτων, ἔγινε ἀπὸ τοὺς πλουσιώτερους ἀνθρώπους τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Σὲ δικές του δωρεὲς ὀφειλόταν ἡ μεγάλη κτηματικὴ περιουσία τῆς Μονῆς στὸ χῶρο τῆς σημερινῆς Ρουμανίας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια τὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ἀσιατικὴ πλευρά, στὴν περιοχὴ τῆς Χαλκηδόνας.

Πολὺ γρήγορα τὸ Μοναστήρι τῆς Τατάρνας ἔφθασε σὲ τέτοια ἀκμή, ὥστε νὰ γίνει ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὀνομαστὰ καὶ φημισμένα Μοναστήρια τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Μὲ δωρεὲς ἀλλὰ καὶ ἀγορὲς ἀπέκτησε σημαντικὴ κτηματικὴ περιουσία σὲ ἀμπέλια καὶ ἐλαιῶνες. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι οἱ μοναχοί του, στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνα, ἀνέρχονταν στοὺς 250. Γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι συγκεντρώθηκαν πολλοὶ ἄνθρωποι προκειμένου νὰ ἐργαστοῦν σὲ διάφορα διακονήματα. Ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ δημιουργηθεῖ σταδιακὰ καὶ τὸ ὁμώνυμο μὲ τὴ Μονὴ χωριὸ Τατάρνα.

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Θεόληπτος Β ́ (1585-1587), τὸν Ἰούνιο τοῦ 1586 (μολονότι εἶχε ἐκθρονιστεῖ ἀπὸ τὸν Μάιο τοῦ 1586 ἕως τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1587) ἐπιβεβαίωσε καὶ πάλι τὴν Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ ἀξία τῆς Μονῆς: «...παραστάντες οἱ ἐν τῇ σεβασμίᾳ σταυροπηγιακῇ Μονῇ τῇ τιμωμένῃ ἐπ’ ὀνόματι τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς καλουμένης Φανερωμένης, ὁσίως καὶ θεοφίλως ἐνασκούμενοι προσεκόμισαν τίμια γράμματα παλαιγενῆ τῶν πρὸ ἡμῶν ἁγιωτάτων πατριαρχῶν, τοῦ τε κυροῦ Διονυσίου καὶ τῶν μετ’ αὐτὸν συνιστῶντα ταύτην τὴν θείαν Μονὴν τὸ πατριαρχικὴν εἶναι καὶ σταυροπήγιον καθολικὸν ἀνακηρύττοντα καὶ τὸ παντελεύθερον εὐεργετοῦντα αὐτῇ καὶ ἠξίωσαν ἐμπόνως ἐπικυρωτικὸν καὶ αὖθις γράμμα ἡμέτερον προσνεῖμαι αὐτοῖς. Τούτου ἕνεκα τὴν ἀξίωσιν αὐτῶν ἀποδεξαμένη ὡς εὔλογον καὶ θεοφιλῆ τὸ παρὸν ἀπολύει γράμμα γνώμῃ καὶ τῶν ἐντυχόντων ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν τῆς ἡμῶν μετριότητος· δι’ οὗ καὶ γράφουσα διορίζεται καὶ ἐν ἁγίῳ ἀποφαίνεται Πνεύματι· ἵνα αὕτη ἡ σεβασμία πατριαρχικὴ Μονὴ τῆς Παναγίας μου τῆς Φανερωμένης, ἡ πλησίον τοῦ Λευκοῦ ποταμοῦ κειμένη, εἴη παντελευθέρα καὶ ἔχῃ ἅπαν δικαίωμα βέβαιον ὡς ταῖς τιμίαις τῶν πατριαρχικῶν γραμμάτων ἀποφάσεσι κεκύρωται· μηδενὸς ὄντος τοῦ ἐναντιουμένου, μήτε τοῦ κατὰ τόπον ἐπισκόπου, μήτε τινὸς ἄλλου· ἐν ἀργίᾳ ἀσυγνώστῳ καὶ ἀφορισμῷ ἀλύτῳ καὶ αἰωνίῳ τῷ ἀπὸ Θεοῦ διάγωσί τε οἱ ἐν αὐτῇ ἐνασκούμενοι διὰ παντὸς κοινοβιακῶς, καθὰ καὶ τὰ ἐν τῷ ἁγιωνύμω ὄρει κοινοβιακὰ πολιτεύονται Μοναστήρια».

Ἀπὸ τὴ μακρινὴ Ρωσία στάλθηκαν πολλὰ καὶ πολύτιμα δῶρα, εἰκόνες, ἐγκόλπια καὶ χειρόγραφα, ὅταν ὁ Ἐλασσόνος Ἀρσένιος, πρώην μοναχὸς καὶ αὐτὸς τοῦ Δουσίκου, συνοδεύει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἰερεμία τὸν Τρανὸ στὸ ταξίδι του γιὰ τὴν Μόσχα, στὰ 1586. Ἐκεῖ προβαίνουν στὴν ἀνακηρύξη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Ὁ Ἀρσένιος παραμένει στὴ Ρωσσία ὑπηρετῶντας πλέον ἐκεῖ τὸ νεοσύστατο Πατριαρχεῖο ὡς ἐπίσκοπος Ἀρχαγγέλων. Ὡστόσο, δὲν ξεχνᾶ καὶ τὰ Μοναστήρια τῆς πατρίδας του στέλνοντας πλούσια ἀφιερώματα. Τὸ 1602, «ὁ ταπεινὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἐλασσόνος καὶ τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς μεγάλης Μοσχοβίας... Ἀρσένιος ἔστειλα τὰς παροῦσας θείας καὶ ἱερὰς λειτουργίας εἰς τὴν σεβασμίαν θείαν καὶ ἱερὰν μεγάλην Μονήν, τῆς πανάγνου Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας· τὴν πλησίον Τατάρνας, ἐπαρχίας Λητζᾶς καὶ Ἀγράφων διὰ ψυχικήν μου σωτηρίαν. Ἀπὸ τῆς θεοσώστου μεγαλοπόλεως Μοσχοβίας, τῆς μεγάλης Ῥωσίας».

Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1676 ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Παρθένιος Δ ́ ὁ Μογιλάλος μὲ σιγίλλιό του, κατὰ τὴν τετάρτη πατριαρχία του (1675-1676), ἐπιβεβαίωσε καὶ πάλι τὴν Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ ἀξία τῆς Τατάρνας, γεγονὸς ποὺ μαρτυρεῖ τὴν σταθερὴ ἀκμὴ τῆς Μονῆς: «Ἐπειδὴ τοιγαροῦν καὶ τανῦν ἐνεφανίσθησαν ἡμῖν παλαιγενῆ τινα τῶν πρόπαλαι ἀοιδίμων πατριαρχῶν γράμματα, παριστῶντα τὴν πολυχρόνιον ἐκ βάθρων οἰκοδομήν, καὶ σταυροπηγιακὴν φιλοτιμίαν, ναὶ μὴν καὶ παντελῆ ἐλευθερίαν σὺν τούτοις, τοῦ ἱεροῦ καὶ σεβασμίου μοναστηρίου, τοῦ κατὰ τὴν ἐπισκοπὴν Λητζᾶς καὶ Ἀγράφων ἐν τοῖς ὁρίοις καὶ τόποις τῶν Πενιανιτῶν καλουμένου, τοῦ Λευκοποτάμου πλησίον, ἐπ’ ὀνόματι σεμνυνομένου τῆς ὑπὲρ λόγον τὸν Λόγον κυησάσης ὑπερενδόξου δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας κεκλημένου τε τῆς Φανερωμένης, καὶ ἐπώνυμον ἔχοντος φημίζεσθαι τῆς Τετάρνης κοινοβιακοῦ τε καθεστηκότος, ἐξ αὐτῆς τῆς πρώτης αὐτοῦ κατάρξεως ὑπὸ τοῦ ἀνεγείραντος αὐτὸ θεοφιλοῦς ἀνδρός, καὶ ἐναρέτου Δαυῒδ ἱερομονάχου, καὶ τῶν συναντιλαβόντων αὐτῷ Μεθοδίου ἱερομονάχου, καὶ ἑτέρων δύο, τῶν εὐλαβεστάτων αὐτοῖς ἀδελφῶν, καὶ μετὰ πολλῆς τῆς ἱκεσίας προσδραμόντες τῇ κοινῇ κηδεμονίᾳ καὶ προστασίᾳ τῆς καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας, οἱ ἐν αὐτῷ φιλαρέτως συνασκούμενοι, καὶ ψυχικῶς γυμναζόμενοι πατέρες, ἠξίωσαν ἡμᾶς ἐπιλαβέσθαι τῆς θείας ταύτης Μονῆς· ὡς τὴν φροντίδα τῶν ἁπανταχοῦ ἁγίων ἐκκλησιῶν θεόθεν ἐμπιστευθέντας, καὶ γράμμα νέον, καθὰ νενόμισται, πατριαρχικὸν προσεπιβραβεῦσαι τοῖς παλαιγενέσιν ἐκείνοις γράμμασι, πρὸς μονιμωτέραν κατάστασιν, καὶ ἐναργεστέραν ἀσφάλειαν τῶν τοῦ διαληφθέντος μοναστηρίου προτερημάτων, τῆς ἀρχαιογόνου περὶ αὐτὸ πατριαρχικῆς φιλοτιμίας,... ἵνα τὸ διαληφθὲν ἱερὸν Μοναστήριον τῆς ὑπεραγίας μου Θεοτόκου, κεκλημένης τῆς Φανερωμένης, ἐπιλεγόμενον δὲ Τετάρνη, μετὰ τῶν προσόντων αὐτῷ μετοχίων,... καὶ πάντων τῶν ἐνυπαρχόντων τέως αὐτῷ καὶ τῶν μεθύστερον Θεοῦ ἐλέει ἐπιγενησομένων κτημάτων καὶ ἀφιερωμάτων κινητῶν τε καὶ ἀκινήτων, μέχρι τῆς τῶν αἰώνων συντελείας εἶναι καὶ λέγεται, καὶ παρὰ πάντων διαγινώσκεται, καθάπερ ἐξ ἀρχῆς καθιέρωται, σταυροπηγιακὸν καὶ πατριαρχικόν». Τὸ 1666, ὁ ἴδιος Πατριάρχης προσαρτᾶ στὸ Μοναστήρι τῆς Τατάρνας, ὡς μετόχι, τὸ μονύδριο τῆς Θεοτόκου στὸ Δραγαμέστο τῆς Ναυπακτίας.

Ἰδιαίτερα σημαντικὸς εἶναι ὁ σύνδεσμος μὲ τὴ Μονὴ τοῦ Εὐγενίου Αἰτωλοῦ ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε σὲ αὐτὴν διάκονος, τὸ 1615: «...περὶ ἧς πολλὴν ἔσχεν ἐκ πολλοῦ τὴν φροντίδα καὶ τῆς ἀνακαινίσεως ταύτης, (ἠρημωμένης οὔσης) αὐτὸς οὗτος ὑπῆρξεν αἴτιος». Ὁ Εὐγένιος Αἰτωλός, τὸ 1650, ἀπέστειλε στὸ Μοναστήρι ἕνα ἐξαιρετικῆς τέχνης ἀσημένιο δισκοπότηρο. Τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον πρὸς τὸ Μοναστήρι δείχνει καὶ ὁ μαθητής του Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος, ὁ ἰατροφιλόσοφος, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφερόμενος γιὰ τὴν ὑγεία τῶν πατέρων φέρεται νὰ στέλνει συνταγὲς καὶ φάρμακα γιὰ τὴ θεραπεία τους. Ὁ Εὐγένιος Αἰτωλὸς προέτρεψε μάλιστα τὸν πρώην ἀρχιεπίσκοπο Φαναρίου καὶ Νεοχωρίου Ἀνανία (1678 καὶ 1682), παλαιὸ ἀδελφὸ τῆς Μονῆς, νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία στὸ Μοναστήρι τῆς μετανοίας του.

Ὁ Καισάριος Δαπόντες, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀξιόπιστες καὶ λεπτομερεῖς ἱστορικὲς πηγὲς τῶν χρόνων 1731-1765, καθὼς μᾶς προσφέρει σημαντικὲς γεωγραφικές, ἐθνογραφικές, κοινωνικοανθρωπολογικὲς καὶ φιλολογικὲς πληροφορίες τοῦ βαλκανικοῦ χώρου τῆς ἐποχῆς του (1713-1784), ἀναφέρει γιὰ τὴ Μονὴ τῆς Τατάρνας σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ στιχουργήματά του: «Ἀκούω κατὰ τ’ Ἄγραφα εἰς τὴν τοῦ Φαναρίου ἐπισκοπήν, ἀντάμα δὲ καὶ τοῦ Νεοχωρίου, Τατάρνα Μοναστήριον εἶναι τῆς Παναγίας παρόμοιον ὡς τὰ λοιπὰ εἰς τὰς θαυματουργίας». Τὸ Μοναστήρι τὸ σεβάστηκαν καὶ οἱ μεγάλες δυνάμεις τῆς ἐποχῆς, ὅπως ἡ Βενετία καὶ τὸ Βασίλειο τῶν Δύο Σικελιῶν. Μάλιστα, ἡ Βενετία, σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ πρὸς τὴν «Nuestra Siniora di Tarne», τῆς ἀφιέρωσε τέσσερα ἀσημένια ἅγια ποτήρια καὶ ἕνα ἀσημένιο θυμιατό ἕως σήμερα σωζόμενα.

Τὴ σταυροπηγιακὴ ἀξία τῆς Μονῆς ἐπιβεβαίωσαν καὶ οἱ Πατριάρχες Γαβριὴλ Δ ́ (1780- 1785), τὸ 1782, καὶ Νεόφυτος Ζ ́, κατὰ τὴν πρώτη του πατριαρχία (1789-1794), τὸ 1792. Ἡ τελευταία ἐπιβεβαίωση τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς τιμῆς τῆς Τατάρνας πραγματοποιεῖται μὲ σιγίλλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε ́, κατὰ τὴν πρώτη του πατριαρχία (1797-1798) καὶ συγκεκριμένα τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1798: «...ὡς καὶ περὶ τοῦ  ἱεροῦ καὶ σεβασμίου μοναστηρίου τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Φανερωμένης, ἐπιλεγόενου τῆς Τετάρνης, ἐν τῇ ἐπισκοπῇ Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων ἐνεφανίσθη γὰρ ἤδη ἡμῖν πατριαρχικόν, συνοδικόν, σιγγιλιῶδες γράμμα τοῦ ἀοιδίμου ἐν πατριάρχαις Γαβριήλ, περὶ τῆς ἀρχαίας σταυροπηγιακῆς αὐτοῦ ἀξίας, κατὰ τὸ ἐμφανισθὲν τότε προγενέστερον σιγγίλιον τοῦ ἀοιδίμου Παρθενίου, περιέχον ὅτι Δαυΐδ τις ἱερομόναχος τότε, ἔχων συνεργοὺς Μεθόδιόν τινα, καὶ ἑτέρους δύω ἀδελφοὺς ἀνήγειρεν αὐτό, καὶ ἐκ πρώτης κατάρξεως σταυροπηγιακῇ ἀξίᾳ ἐτετίμητο· καὶ ἀποφαινόμενον ἵνα τὸ Μοναστήριον τοῦτο, μετὰ τῶν μετοχίων αὐτοῦ,... καὶ μετὰ πάντων τῶν κτημάτων καὶ πραγμάτων αὐτοῦ ὑπάρχει σταυροπήγιον. Εἰς ἀνακαίνισιν οὖν τούτου γράφοντες διὰ τοῦ παρόντος ἡμετέρου πατριαρχικοῦ καὶ συνοδικοῦ σιγγιλιώδους γράμματος, ἀποφαινόμεθα συνοδικῶς..., ἵνα τὸ ῥηθὲν ἱερὸν καὶ σεβάσμιον Μοναστήριον τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Φανερωμένης, ἐπιλεγομένου τῆς Τετάρνης τὸ ἐν τῇ ἐπισκοπῇ Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων, μετὰ τῶν ἀνωτέρω ἀπηριθμημένων μετοχίων καὶ παρεκκλησιῶν αὐτοῦ καὶ μετὰ πάντων τῶν λοιπῶν κτημάτων καὶ πραγμάτων καὶ ἀφιερωμάτων αὐτοῦ, κινητῶν τε καὶ ἀκινήτων, τῶν τε ἤδη ὄντων καὶ τῶν εἰσέπειτα προσγενησομένων καί, ὡς ἀνέκαθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς οὕτω καὶ εἰς τὸν ἑξῆς ἅπαντα χρόνον ὑπάρχῃ καὶ λέγηται καὶ παρὰ πάντων γινώσκηται, ἡμέτερον πατριαρχικόν, σταυροπηγιακόν, ἀδούλωτον, ἀκαταπάτητον, καὶ ὅλως ἀνενόχλητον παρ’ οὑτινοῦν προσώπου ἱερωμένου ἢ λαϊκοῦ, μνημονευομένου ἐν αὐτῷ τοῦ κανονικοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος».

Ἀπὸ τὸν 17ο ἀκόμη αἰῶνα τὸ Μοναστήρι διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς περιοχῆς. Σὲ αὐτὸ τὸ βοήθησε καὶ ἡ θέση του, δίπλα στὰ σημαντικότερα περάσματα τῆς περιοχῆς καὶ κυρίως τοῦ γεφυριοῦ τῆς Τατάρνας, ἀπὸ ὅπου ὑποχρεωτικὰ ἔπρεπε νὰ διαβοῦν ὅσοι ἤθελαν νὰ κατευθυνθοῦν πρὸς τὴν περιοχὴ τοῦ Βάλτου, τὰ Ἄγραφα ἢ καὶ τὴ Θεσσαλία. Ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ὁ Φιλόσοφος, ὁ ἀποκαλούμενος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του ὡς Σκυλόσοφος, ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Τατάρνας ξεκίνησε τὴν ἐπανάστασή του, τὸ 1601. Λόγῳ τῆς σημαντικῆς του θέσης τὸ Μοναστήρι δεχόταν καὶ φιλοξενοῦσε πάντα μεγάλο πλῆθος προσκυνητῶν, ἐνῷ πολλοὶ ὁπλαρχηγοὶ τοῦ Ἀρματωλικίου τῶν Ἀγράφων καὶ τοῦ Βάλτου κατέστησαν τὸ Μοναστήρι ὡς κέντρο τους. Χρονικὲς σημειώσεις σὲ παλιὰ λειτουργικὰ βιβλία ἀναφέρουν τὴ φιλοξενία στὸ Μοναστήρι τοῦ μυθικοῦ Κατσαντώνη, ὁ ὁποῖος, μάλιστα, δώρισε στὴ Μονὴ μία μεγάλη ἀσημένια κανδήλα σὲ ἐκπλήρωση τάματος, ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸ δίστιχο: «Χίλια φλουριά ‘χω στὸ Προυσσὸ καὶ χίλια στ’ Βαρετάδα, καὶ στῆς Τατάρνας τὴ Μονὴ ἕνα χρυσὸ καντήλι». Κατὰ καιροὺς ἀπὸ τὸ Μοναστήρι πέρασαν καὶ ἄλλοι ὀπλαρχηγοὶ καὶ ἀγωνιστές, ὅπως ὁ Ράγκος, ὁ Λεπενιώτης, ὁ Ἀνδροῦτσος καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Κατὰ τὴν Ὀθωμανικὴ περίοδο στὸ Μοναστήρι λειτουργοῦσε ἐπίσης σχολεῖο τῶν στοιχειωδῶν γραμμάτων.

Ὡστόσο, τὸ Μοναστήρι δὲν ἦταν ἄμοιρο καὶ καταστροφῶν, τόσο φυσικῶν, ὅπως ὁ ἰσχυρὸς σεισμὸς τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1743, ὁ ὁποῖος προκάλεσε μεγάλες καταστροφὲς στὴν εὐρύτερη περιοχή, ὅσο καὶ ἄλλων ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ἐξελίξεις καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἐνέργειες. Σώζονται μάλιστα ἐκκλήσεις τῶν πατέρων τῆς Μονῆς πρὸς τοὺς ἡγεμόνες τῆς Μολδαβίας καὶ τῆς Βλαχίας γιὰ τὴν παροχὴ βοήθειας. Ἐξιστοροῦνται τὰ δεινὰ τῆς Μονῆς καὶ οἱ καταστροφές της ἀπὸ τοὺς ἐπιδρομεῖς. Ἀκόμα, μέσα ἀπὸ ἐπιστολὲς τῶν διδασκάλων τοῦ Γένους Εὐγενίου τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τοῦ μαθητοῦ του Ἀναστασίου τοῦ Γόρδιου, φαίνονται καθαρὰ oἱ θυσίες τοῦ Μοναστηρίου, oἱ καταστροφὲς καὶ oἱ διώξεις σὲ βάρος τῶν μοναχῶν του.

Ἡ Μονὴ δῃώθηκε καὶ καταστράφηκε ἀπὸ ὀρδὲς Τουρκαλβανῶν τοὐλάχιστον ἕνδεκα φορὲς μέχρι τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Γρήγορα ὅμως ξεπερνοῦσε τὴν καταστροφὴ καὶ συνέχιζε τὴ λειτουργία του προσφέροντας, ὄχι μόνο ποιμαντικά, ἀλλὰ καὶ ἐθνικά. Τὸ 1804, τὸ Μοναστήρι ἐρημώνεται ἐντελῶς γιὰ ὀκτὼ μῆνες, καθὼς 800 Τουρκαλβανοὶ τὸ κατέλαβαν καὶ τὸ λεηλάτησαν. Ὡστόσο, τόσο μεγάλη ἦταν ἡ φήμη τοῦ Μοναστηρίου ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Ἀλῆ Πασᾶς ὁ Τεπελενλῆς, τὸ 1810, ἔδωσε τὴν ἄδεια γιὰ νὰ οἰκοδομηθεῖ τὸ μετόχι τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Βραχώρι (σημερινὸ Ἀγρίνιο) καὶ νὰ καταστεῖ σπουδαῖο πνευματικὸ κέντρο γιὰ ὁλόκληρη τὴν περιοχή. Σὲ χρονικὴ σημείωση ἀναφέρεται ὅτι, στὶς 14 Μαρτίου τοῦ 1810, τὰ ἱερὰ σκεύη τῆς Παναγίας Τατάρνας μεταφέρθηκαν, πιθανότατα γιὰ λόγους ἀσφαλείας, στὸ Βραχώρι, στὸ μεγάλο μετόχι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ Μονὴ διέθετε ἀκόμη μετόχια στὸ Αἰτωλικὸ καὶ στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ καὶ στὶς παραδουνάβιες ἡγεμονίες. Οἱ πατέρες μετέβαιναν μέχρι καὶ τὴ Ρωσία συγκεντρώνοντας λογίες.

Κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, oἱ μοναχοὶ τῆς Τατάρνας, ἀκολουθῶντας τὸν ἡγούμενό τους Κυπριανό, ἀγωνίστηκαν καὶ αὐτοὶ πολεμῶντας στὸ πλευρὸ τοῦ Ἀνδρούτσου στὴ μάχη τοῦ γεφυριοῦ τῆς Τατάρνας καὶ στὸ πλευρὸ τοῦ Καραϊσκάκη στὴ μάχη τῆς Κορομηλιᾶς. Ταυτόχρονα, ὁλόκληρη σχεδὸν ἡ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ, κινητὴ καὶ ἀκινήτη, δόθηκε στὸν ἀγῶνα. Τὸ Μοναστήρι ἔφθασε μάλιστα νὰ συντηρεῖ τέσσαρις χιλιάδες περίπου ἀγωνιστὲς σὲ τροφὲς καὶ πολεμοφόδια. Ἀπὸ τοὺς πενῆντα μοναχοὺς τῆς Τατάρνας ἀπέμειναν μόνο δώδεκα. Οἱ ὑπόλοιποι ἔπεσαν στὰ πεδία τῶν μαχῶν.

Τὸ 1823, τὸ Μοναστήρι καταστράφηκε ἀπὸ τὸν Κοὺρτ Πασά. Οἱ λίγοι πατέρες ποὺ ἀπέμειναν διέμεναν γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὸ μετόχι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μία ὥρα ἀπόσταση ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς Μονῆς τους, ἐκεῖ ὅπου βρίσκονταν oἱ μύλοι, oἱ νεροτριβὲς καὶ τὰ μαντάνια της. Τὸ Μοναστήρι ξανακτίσθηκε γιὰ τρίτη φορά, τὸ 1841, ἀφοῦ γλύτωσε ἀπὸ τὴ διάλυση τῶν Μονῶν κατὰ τὴν Ὀθωνικὴ περίοδο. Οἰκοδομήθηκε μάλιστα μὲ σχέδια τοῦ Βαυαροῦ μηχανικοῦ Knocht σὲ χῶρο νοτιότερα τοῦ παλαιοῦ. Ὁλοκληρώθηκε σὲ τρία χρόνια, τὸ 1843, ἐπὶ ἡγουμενίας Γερμανοῦ, μετὰ ἀπὸ διενέργεια ἐράνων γιὰ τὴ συγκέντρωση τοῦ ἀπαιτούμενου ποσοῦ. Ὡστόσο, ἡ ἀκαταλληλότητα τοῦ ἐδάφους πολὺ γρήγορα προκάλεσε νέα ζητήματα μὲ μεγάλα ρήγματα, κυρίως στο Καθολικό. Ἡ Μονὴ δὲν μπόρεσε νὰ ξανάβρει τὴν παλαιὰ ἀκμή της. Τὰ πλούσια καὶ προσοδοφόρα μετόχια της σταδιακὰ χάθηκαν ἢ καταπατήθηκαν, ἐνῷ οἱ μοναχοὶ ἀναλώθηκαν σὲ δίκες καὶ προστριβὲς γιὰ τὴ διεκδίκηση μέρους τῆς παλαιᾶς περιουσίας, ὥστε νὰ μπορέσει τὸ Μοναστήρι νὰ συντηρηθεῖ καὶ νὰ ἐπιβιώσει, δυστυχῶς μόλις γιὰ 120 χρόνια. Τὸ τρίτο αὐτὸ Μοναστήρι τῆς Τατάρνας δὲν ὑπάρχει σήμερα, καθὼς κατέρρευσε τὸ 1963, μετὰ ἀπὸ τὶς γεωλογικὲς ἀναστατώσεις ποὺ προκάλεσε κατολίσθηση, ἕνεκα τῶν πολλῶν τότε βροχοπτώσεων.

Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, τὸ 1969, οἰκοδομήθηκε, σὲ διαφορετικὴ καὶ πάλι θέση, τὸ νεώτερο Μοναστήρι ἀπὸ τὸν σημερινὸ καθηγούμενο τῆς Μονῆς Δοσίθεο Κανέλλο καὶ τὴ νέα μικρὴ ἀδελφότητα, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ δώσει στὴ Μονὴ καὶ στὰ μετόχια της τὴν παλιά τους αἴγλη. Φέτος συμπληρώνονται ἀκριβῶς 50 χρόνια ἀπὸ τὴν ἀνάληψη τῆς ἡγουμενίας τῆς Μονῆς ἀπὸ τὸν πατέρα Δοσίθεο. Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, τιμητικῶς, νὰ γίνει μία σύντομη ἀναφορὰ στὸ πρόσωπο τοῦ σεβαστοῦ Γέροντα στὴ συνάφεια αὐτή.

Ὁ πατὴρ Δοσίθεος, κατὰ κόσμον Στυλιανὸς Κανέλλος, γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1936. Oἱ γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι ἥλκυαν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὴν Τρίπολη καὶ τὴν Κέα (Τζιά) ἀντίστοιχα, ὀνομάζονταν Γεώργιος καὶ Ἐλευθερία. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ὁ πατὴρ Δοσίθεος ἀνδρώθηκε σὲ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον καὶ ἀφιερώθηκε στὴ λατρεία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Μυήθηκε στὴν τέχνη τῆς ψαλμῳδίας καὶ τῆς εὐτάκτου ἐπιτέλεσης τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν ἀπὸ σοφοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες. Συνδέθηκε, εἰδικότερα, μὲ τοὺς ἁγιορείτες πατέρες Ἱερώνυμο καὶ Φώτιο τῶν Σιμωνοπετριτῶν, τοὺς ὁποίους γνώρισε στὸ Μετόχι τῆς Ἀναλήψεως στὸ Βύρωνα, ἕνα μοναστικὸ κάθισμα ποὺ βρισκόταν πλησίον τῆς πατρικῆς του κατοικίας. Στὸ Μετόχι δημιούργησε στενὸ δεσμὸ καὶ μὲ τὸν νεαρὸ Ἰωάννη Φουντούλη, ὁ ὁποῖος ἔμμελε νὰ γίνει σπουδαῖος καθηγητὴς τῆς λειτουργικῆς ἐπιστήμης καὶ κορυφαίος πανεπιστημιακὸς δάσκαλος.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὠφελήθηκε πολλαπλῶς καὶ ἀπὸ τὸν τότε ἀρχιμανδρίτη καὶ μετέπειτα Μητροπολίτη Καμπανίας Κοσμᾶ Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸ διάστημα τῶν σπουδῶν του στὴν Ἀθήνα (1953-1957), ὑπηρέτησε ὡς ἐφημέριος καὶ προϊστάμενος στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Τριάδος Βύρωνα.

Τὸ ἔτος 1956, κατὰ τὸν μῆνα Μάρτιο, προσῆλθε ὡς δόκιμος μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Προυσοῦ, ἐνῷ τὸ ἔτος 1959 ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχὸς ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Προυσοῦ Γερμανοῦ, λαβὼν τὸ ὄνομα Δοσίθεος. Ἐχειροτονήθη διάκονος, στὴ Μονὴ τῆς μετανοίας του, στὶς 23 Αὐγούστου τοῦ 1961, ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας κυρὸ Δαμασκηνό. Πρεσβύτερος ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν ἴδιο, στὶς 4 Δεκεμβρίου τοῦ 1963, λαβὼν ταυτόχρονα καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου. Στὴ συνέχεια διορίστηκε ὡς ἱεροκήρυκας στὴν Εὐρυτανία.

Τὸ ἔτος 1969 διορίστηκε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης, τὴν ὁποία καὶ ἀνοικοδόμησε ἐκ βάθρων. Ἔτσι ἐγκαινιάσθηκε ἡ τέταρτη φάση τῆς ἱστορίας τῆς Μονῆς. Ἔκτοτε ὁ πατὴρ Δοσίθεος ἔχει ἀναπτύξει πλούσια πνευματικὴ καὶ ποιμαντικὴ δράση, παραμένοντας συνειδητὰ μακρυὰ ἀπὸ κοσμικὲς ἐνασχολήσεις καὶ διεκδικήσεις. Εἰδικότερα, σὲ συνέντευξη ποὺ παραχώρησε στὸν δημοσιογράφο Νίκο Παπαχρῆστο τὸ 2010, ὁ πατὴρ Δοσίθεος, ἀναφερόμενος στὴ μηδαμινὴ περιουσία τῆς Μονῆς, δίνει τὸ στίγμα τῆς ἡγουμενίας του. Ἀναφέρει συγκεκριμένα: «Περιουσία δὲν ἔχουμε καὶ οὔτε θέλουμε νὰ ἔχουμε. Γιατὶ ὅσο ἄκουγα καὶ ἀκούω ὅτι πᾶνε σὲ δικαστήρια γιὰ περιουσίες, γιὰ καταπατήσεις, τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο, νὰ μοῦ λείπει. Ἐγὼ ἦρθα στὸ Μοναστήρι νὰ σώσω τὴν ψυχή μου, ὄχι νὰ τρέχω στὰ δικαστήρια». Στὴν ἴδια συνέντευξη, ὁ πατὴρ Δοσίθεος, μὲ μία δόση αὐτοσαρκασμοῦ, ποὺ εἶναι δηλωτικὸ τῆς ταπεινοφροσύνης του, ὁμιλεῖ καὶ γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ἡγουμενίας του ὡς ἑξῆς: «Περισσότερο εἶμαι μάγειρας παρὰ ἡγούμενος. Ἔχω μιὰ ἱκανότητα νὰ συνθέτω συνταγές. Ἄλλοι συνθέτουν ποιήματα καὶ ἄλλοι συνταγές. Τί νὰ κάνουμε. Καὶ αὐτὴ μία ποίησις εἶναι. Ποίησις κατσαρόλας!».

Ἐν ὀλίγοις, τὸ πλούσιο ἔργο τοῦ πατρὸς Δοσιθέου κινεῖται λιγότερο πρὸς τὴν ἀπόκτηση ἀκίνητης περιουσίας καὶ περισσότερο πρὸς τὴν ἀνάπτυξη τοῦ γραπτοῦ λόγου. Ὁ γραπτὸς λόγος, ἄλλωστε, εἶναι πιὸ σταθερὸς καὶ μόνιμος ἀπ’ ὅτι τὰ οἰκόπεδα καὶ τὰ κτίρια, κατὰ τὴν ἔκφραση scripta manent (τὰ γραπτὰ μένουν), εἶναι καὶ πιὸ ὠφέλιμος γιὰ τοὺς πιστούς. Ἔτσι ὁ πατὴρ Δοσιθέος ἐπιδόθηκε στὴ συγγραφὴ βιβλίων, διαφόρων ἄρθων καὶ πολλῶν μελετῶν. Αὐτὰ ἀποτελοῦν, λοιπόν, καὶ τὴ βασικὴ «περιουσία» τῆς σύγχρονης Μονῆς Τατάρνης.

Οἱ ἐκδόσεις αὐτὲς εἶναι δυνατὸ νὰ ἐνταχθοῦν σὲ θεματικὲς κάτω ἀπὸ τὸ τρίπτυχο: Ναὸς – Κωνσταντινούπολη – Τράπεζα. Σχετικὰ μὲ τὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τὴ νέα ἔκδοση τοῦ Τυπικοῦ τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, μὲ διορθώσεις καὶ λεπτομερῆ ὑπομνηματισμὸ ἀπὸ τὸν πατέρα Δοσίθεο. Πρόκειται περὶ μνημειώδους ἔργου, ποὺ ἔχει ὡς βάση τὴν πρώτη ἔντυπη ἔκδοση τοῦ Τυπικοῦ, ἡ ὁποία ἀνάγεται στὴν ἐποχὴ τοῦ κτίτορος τῆς Μονῆς Δαυΐδ (Βενετία, 1545). Τὴν ἔκδοση τοῦ Τυπικοῦ ἀπὸ τὸν πατέρα Δοσίθεο, μαζὶ μὲ τὸ παλαιότερο σχετικὸ δημοσίευμά του, Διάταξις τῆς ἀγρυπνίας· κατὰ τὸ Τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Σάββα (2005), τὴν χαρακτηρίζει ἡ ἐμβρύθια τῶν γνώσεων καὶ ἡ καλαισθησία τοῦ ἐπιμελητῆ.

Ἄλλες ἐκδόσεις ποὺ ἐντάσσονται ἐπίσης στὴ θεματικὴ τῆς θείας λατρείας ἀποτελοῦν τὰ ἀκόλουθα: Θεοτοκάριον τοῦ Λάνδου Ἀγαπίου Μοναχοῦ τοῦ Κρητός (2002), Μαρτύριον, ἱερὰ ἀκολουθία πλήρης καὶ παρακλητικὸς κανὼν τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Σεβαστιανοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, ὧν ἡ μνήμη τῇ ιη ́ Δεκεμβρίου (2001), Τριῴδια Πεντηκοσταρίου Ἁγίου Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου (2018), καί, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πατρὸς Δοσιθέου ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Τατάρνης τὰ ἑξῆς: Ἱερὰ ἀκολουθία εἰς τὴν ἀνάμνησιν τοῦ ἐν Νικαίᾳ μεγίστου θαύματος, ὅτε ὁ Μέγας Βασίλειος διὰ προσευχῆς, κατὰ τὴν ιθ ́ Ἰανουαρίου, ἠνέῳξε τὰς πύλας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ περέθετο αὐτὴν τοῖς Ὀρθοδόξοις (2014),Ἱερὰ Ἀκολουθία ἁγίου ἀποστόλου Στάχυος (2015), Ἱερὰ ᾀσματικὴ ἀκολουθία Ληστοῦ τοῦ Εὐγνώμονος (2016), καὶ τὸ Νέον Θεοτοκάριον (2018), πονήματα τοῦ μοναχοῦ Γερμανοῦ.

Ὁ πιστὸς ὑποτακτικὸς τοῦ πατρὸς Δοσιθέου μοναχὸς Γερμανός, κατὰ κόσμον Σταῦρος Ἠλιόπουλος, εἶναι ὁ νεώτερος ἀδελφὸς τῆς Μονῆς. Ἡ κουρά του ἔλαβε χώρα στὶς 16 Δεκεμβρίου 2011 στὸν Πάνσεπτο Πατριαρχικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Φανάρι, μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει τοὺς στενότατους δεσμοὺς τῆς Μονῆς μὲ τὸ Μεγάλο Μοναστήρι, δηλαδὴ τὸ Οἱκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ πατὴρ Δοσίθεος καλλιέργησε καὶ καλλιεργεῖ τὶς σχέσεις αὐτές, μὲ σεβασμὸ στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ τὴν ἱστορία. Αὐτὸ φαίνεται περίτρανα, πέραν ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Ἐγκολπίου Ἡμερολογίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ ὁποίου εἶχε τὴν ἐπιμέλεια γιὰ 15 συναπτὰ ἔτη, δηλαδὴ ἀπὸ τοῦ 2003 ἕως τοῦ 2017, καὶ ἀπὸ τὶς ἐξῆς ἐκδόσεις: Θέλω νὰ πιῶ ὅλο τὸ Βόσπορο (5 ἐκδόσεις), Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει συντεχνία τῶν Γουναράδων (2012), Μιὰ γοργόνα στὸ Κεράτιο (2001), Ἀνέκδοτος ἐπιστολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε ́ πρὸς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Τετάρνης(2000), «Αἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας μεταβολαὶ καὶ ἀλλοιώσεις τῆς λειτουργικῆς τάξεως καὶ τῶν τυπικῶν διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως» (μελέτη στὸ Γηθόσυνον Σέβασμα, τ. Α ́, Θεσσαλονίκη 2013, 605-632) καὶ Ὀρθοδοξία καὶ φυσικὸν περιβάλλον (στὸ ὁποῖο ἐκδίδεται αὐτοτελῶς ἡ ὕλη τοῦ Ἐγκολπίου Ἡμερολογίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἔτους 2005). Ἡ ἐνδεικτικὴ αὐτὴ ἀναφορὰ εἶναι δυνατὸν νὰ κλείσει μὲ τὸν Ὁδηγὸ Ὀρθοδόξου Προσκυνητοῦ, πόνημα τοῦ πατρὸς Δοσιθέου πολὺ χρήσιμο γιὰ ὅλους τοὺς πιστοὺς ποὺ θέλουν νὰ προσκυνήσουν στὰ ἱερὰ σεβάσματα τοῦ Γένους, μὲ κορωνίδα αὐτὰ τῆς Βασιλευούσης τῶν πόλεων, τὴν ὁποία ὁ πατὴρ Δοσίθεος ἀποκαλεῖ «Ἁγιούπολιν».

Ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ πατρὸς Δοσιθέου γιὰ τοὺς ἁγίους τῆς Ἑκκλησίας, οἱ ὁποῖοι χαράσσουν γιὰ τοὺς πιστοὺς τὴν ἀσφαλεστέρα ὁδὸ πρὸς σωτηρίαν, διαφαίνεται καὶ ἀπὸ τὶς ἑξῆς ἐκδόσεις: Νεόδρεπτα κρίνα τῆς Ἐκκλησίας (1971), Οἱ Ἅγιοί μας (1998), Τὸ Νόημα τῆς ἁμαρτίας κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (2016), Ἐσταυρώθης δι’ ἐμέ (2013), Ὁδὸς Σωτηρίας (2012) καὶ Ὀρθόδοξος πίστις καὶ ζωή (2005). Ἐπίσης ἔχει δημοσιεύσει καὶ ἄλλα συγγράμματα, ὅπως Κύριλλος ὁ Καστανοφύλλης (1965), Ὁ ὅρος Ἑλλὰς κατὰ τὸν Εὐγένιον Αἰτωλὸν καὶ Ἠλίαν Μηνιάτην, καὶ μία σειρὰ ἀπὸ ἄρθρα καὶ ὁμιλίες.

Μὲ τὴν πνευματικὴ τροφή, λοιπόν, ποὺ προσφέρει ὁ πατὴρ Δοσίθεος, μὲ τὸ συγγραφικό του ἔργο, ὁ πιστὸς στηρίζεται στὸν ἀγῶνα του γνωρίζοντας ὅτι, «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Δευτ. η ́ 3, Μτθ. δ ́ 4). Βεβαίως, ὁ ἴδιος θὰ προσέθετε στὸ παραπάνω ἁγιογραφικὸ λόγιο ὅτι «Ναὶ μέν· Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄρτο ζήσεται ἄνθρωπος». Γι’ αὐτὸ θὰ ἦταν παράληψη στὴ σύντομη καὶ ἐπιλεκτικὴ ἀναφορὰ στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ πατρὸς Δοσιθέου, νὰ μὴ ἀναφέρουμε, τέλος, καὶ τὴν πιὸ «γευστικὴ» ἔκδοση τοῦ ἡγουμένου - μάγειρα, Ὀψοποιῶν Μαγγανεῖαι, ἤγουν καλογηρικὴ μαγειρικὴ καὶ ζαχαροπλαστική (πολλαπλὲς ἐκδόσεις· Ἀγγλικὴ ἔκδοση: Greek Monastery Cookery, 2009) 

Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι, κατὰ τὸ νέον ἔτος τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου, ὁ ἐν τριάδι προσκυνούμενος Θεὸς θὰ χαρίσει στὸν πατέρα Δοσίθεο, τὴν ἀδελφότητα καὶ τὴν Μονὴ πλούσιες θεῖες δωρεές, κλείνουμε μὲ τὴν εὐχὴ νὰ μᾶς ἀνοίξει ἡ ὄρεξη γιὰ τὴν ἀπὸ τοῦ νῦν πρόγευση τοῦ πανευφροσύνου ἐσχατολογικοῦ δεῖπνου τοῦ γάμου τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου, καὶ ἔτσι νὰ ἀναφωνήσουμε: Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ ἐλεῶν καὶ τρέφων ἡμᾶς ἐκ νεότητος ἡμῶν· ὁ διδοὺς τροφὴν πάσῃ σαρκί, πλήρωσον χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ἡμῶν ἵνα πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες, περισσεύωμεν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· μεθ ̓ οὗ σοὶ δόξα πρέπει, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνησις σὺν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 

Βιβλιογραφία: 

Γεδεὼν Μανουήλ, Πατριαρχικοὶ Πίνακες, Ἀθῆνα 2016.
Θεοχάρη Μαρία, Ἐκκλησιαστικὰ ἄμφια τῆς Μονῆς Τατάρνης, Ἀθῆνα 1965.
Κανέλλος Δοσίθεος, Ἱερὸν Τρίπτυχον, Ἀθῆνα 2012.
Μᾶρκος Βασίλειος, Τὸ νομικὸ καθεστὼς τῶν πατριαρχικῶν καὶ σταυροπηγιακῶν μονῶν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, Ἀθῆνα 1911.
Πάνος Βασιλείου, Ἐνθυμήσεις, Ἐπιγραφὲς κι ἕνα Σιγίλλιο τοῦ μοναστηρίου τῆς Τατάρνας, Ἀθῆνα 1968.
Πάνος Βασιλείου, Τὸ Μοναστήρι τῆς Τατάρνας, Ἀθῆνα 1979.
Πουλίτσας Παναγιώτης, «Ἐπιγραφαί, ἐνθυμήσεις καὶ σιγίλλια ἐξ Εὐρυτανίας»,  Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 3 (1926) 257-298. 

 

Ἰωάννης Μπάκας, Ἐπίκουρος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Πρωτοπρ. Χρυσόστομος Νάσσης, Ἐπίκουρος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Επιστροφή στις φωτογραφίες...